στιχομανία

στιχομανία
η, Ν
το να γράφει κανείς διαρκώς στίχους σαν να διακατέχεται από μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + μανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Ι. Γ. Χρυσοβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στιχομανία — η η μανία που έχουν μερικοί να γράφουν στίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”